ποδόκαρπος

ποδόκαρπος
(podocarpus). Δέντρο, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των ποδοκαρπιδών. Μερικοί, ωστόσο, το εντάσσουν στην οικογένεια των Ταξιδών. Αριθμεί 70 περίπου είδη, που φυτρώνουν στα βουνά των τροπικών χωρών της Ασίας, της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής και της Αυστραλίας. Είναιδέντρα αειθαλή ή δενδρύλλια ή θάμνοι, με φύλλα επάλληλα, γραμμοειδή ή λογχοειδή και άνθη δίοικα ή μόνοικα. Τα αρσενικά άνθη συγκεντρώνονται σε μασχαλιαίους ίουλους, σύνθετους ή απλούς και τα θηλυκά σε αραιούς στάχεις. Ο καρπός τους είναι σαρκώδης δρύπη. Πρόκειται για δέντρο διακοσμητικό και χρήσιμο για την ξυλεία του. Ο πολλαπλασιασμός του γίνεται πολύ εύκολα, με σπορά ή μοσχεύματα. Στις ψυχρές περιοχές μπορούν να καλλιεργηθούν φυτά π. σε γλάστρες στα θερμοκήπια. Το δέντρο ποδόκαρης που ευδοκιμεί σε τροπικά κλίματα.
* * *
ο, Ν
βοτ. γένος κωνοφόρων, με 100 είδη δέντρων και θάμνων τών εύκρατων και τροπικών περιοχών τού νότιου ημισφαιρίου κυρίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. podocarpus (< πους, ποδός + καρπός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”